- χόλιξ
- -ικος, ή, και μτγντ. χόλιξ, ὁ, Α1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικεςτα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.)2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό επίθημα, πιθ. αναλογικά προς τον τ. ἕλιξ].
Dictionary of Greek. 2013.